словарь английский - греческий

English - ελληνικά

wardrobe на греческом языке:

1. ντουλάπα ντουλάπα



Греческий слово "wardrobe«(ντουλάπα) встречается в наборах:

Λεξιλόγιο για το υπνοδωμάτιο στα αγγλικά
Έπιπλα στα αγγλικά