словарь английский - греческий

English - ελληνικά

chair на греческом языке:

1. καρέκλα καρέκλα



Греческий слово "chair«(καρέκλα) встречается в наборах:

Λεξιλόγιο για την τραπεζαρία στα αγγλικά
Έπιπλα στα αγγλικά