словарь английский - греческий

English - ελληνικά

mirror на греческом языке:

1. καθρέφτης καθρέφτης



Греческий слово "mirror«(καθρέφτης) встречается в наборах:

Λεξιλόγιο για το μπάνιο στα αγγλικά
Έπιπλα στα αγγλικά