словарь английский - греческий

English - ελληνικά

waitress на греческом языке:

1. σερβιτόρα σερβιτόρα



Греческий слово "waitress«(σερβιτόρα) встречается в наборах:

Εστιατόριο - Restaurant
Εστιατόριο - Restaurant

2. η σερβιτόρα