словарь английский - греческий

English - ελληνικά

waiter на греческом языке:

1. σερβιτόρος σερβιτόρος



Греческий слово "waiter«(σερβιτόρος) встречается в наборах:

Εστιατόριο - Restaurant
Εστιατόριο - Restaurant

2. ο σερβιτόρος ο σερβιτόρος



3. σερβιτόρα σερβιτόρα



Греческий слово "waiter«(σερβιτόρα) встречается в наборах:

Notes 11/02/2019 (b)