словарь английский - греческий

English - ελληνικά

sister на греческом языке:

1. αδελφή αδελφή



Греческий слово "sister«(αδελφή) встречается в наборах:

Μέλη της οικογενειας στα αγγλικά

2. αδερφή αδερφή


Που είναι η αδερφή σου?
Την βλέπω σαν αδερφή μου.

Греческий слово "sister«(αδερφή) встречается в наборах:

Άνθρωποι - People

3. η αδελφή η αδελφή