словарь английский - греческий

English - ελληνικά

mother на греческом языке:

1. μητέρα μητέρα


Βοήθησα την μητέρα μου να πλύνει τα πιάτα.
Η μητέρα της μένει μόνη της στην ύπαιθρο.

Греческий слово "mother«(μητέρα) встречается в наборах:

Μέλη της οικογενειας στα αγγλικά
Άνθρωποι - People

2. η μητέρα η μητέρα