словарь английский - греческий

English - ελληνικά

pharmacy на греческом языке:

1. φαρμακείο φαρμακείο



Греческий слово "pharmacy«(φαρμακείο) встречается в наборах:

Χρήσιμα Ουσιαστικά - Useful nouns
Καταστήματα στα αγγλικά
Χώρος - Space