словарь английский - греческий

English - ελληνικά

pet на греческом языке:

1. κατοικίδιο κατοικίδιο



2. κατοικίδιο ζώο κατοικίδιο ζώο



Греческий слово "pet«(κατοικίδιο ζώο) встречается в наборах:

Κατοικίδια ζώα στα αγγλικά