словарь английский - греческий

English - ελληνικά

hall на греческом языке:

1. αίθουσα αίθουσα


Υπήρχαν λίγα παιδιά στην αίθουσα.

2. προθάλαμος προθάλαμος



Греческий слово "hall«(προθάλαμος) встречается в наборах:

Δωμάτια του σπιτιού στα αγγλικά

3. Το χολ Το χολ