словарь английский - греческий

English - ελληνικά

clear на греческом языке:

1. ξεκάθαρο ξεκάθαρο


Είναι ξεκάθαρο ή θέλεις να σου εξηγήσω αυτή τη δουλειά ξανά;

Греческий слово "clear«(ξεκάθαρο) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 401 - 450

2. καθαρό καθαρό