словарь английский - греческий

English - ελληνικά

small на греческом языке:

1. μικρό μικρό


Ένα μικρό βήμα για ένα άνθρωπο, ένα βήμα γίγαντα για την ανθρωπότητα.

Греческий слово "small«(μικρό) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 450 - 500