словарь английский - греческий

English - ελληνικά

big на греческом языке:

1. μεγάλη μεγάλη


Έχεις μεγάλη μύτη.
Η μεγάλη προσπάθεια ήταν ένας παράγοντας της επιτυχίας του.

Греческий слово "big«(μεγάλη) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 151 - 200
Χαρακτηριστικά - Features