словарь английский - греческий

English - ελληνικά

high на греческом языке:

1. ψηλό ψηλό


Κοίτα εκείνο το ψηλό κτίριο.

Греческий слово "high«(ψηλό) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 351 - 400