словарь вьетнамский - греческий

Tiếng Việt - ελληνικά

bàn на греческом языке:

1. γραφείο γραφείο



Греческий слово "bàn«(γραφείο) встречается в наборах:

Έπιπλα στα βιετναμέζικα

2. τραπέζι τραπέζι


Η γάτα είναι κάτω απ'το τραπέζι.
Άφησα τα κλειδιά μου στο τραπέζι. Μπορείς να μου τα φέρεις, σε παρακαλώ;

Греческий слово "bàn«(τραπέζι) встречается в наборах:

Λεξιλόγιο για την τραπεζαρία στα βιετναμέζικα