словарь испанский - греческий

español - ελληνικά

cocinar на греческом языке:

1. μαγειρική μαγειρική



Греческий слово "cocinar«(μαγειρική) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα ισπανικά