словарь испанский - греческий

español - ελληνικά

correr на греческом языке:

1. τρέξιμο τρέξιμο



Греческий слово "correr«(τρέξιμο) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα ισπανικά