словарь испанский - греческий

español - ελληνικά

estudiar на греческом языке:

1. μελέτη μελέτη



Греческий слово "estudiar«(μελέτη) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα ισπανικά