словарь английский - греческий

English - ελληνικά

profit на греческом языке:

1. κέρδος κέρδος



Греческий слово "profit«(κέρδος) встречается в наборах:

Οι 15 κύριες λέξεις επιχειρήσεων στα αγγλικά
Notes 23/01/2018 (1)