словарь английский - греческий

English - ελληνικά

age на греческом языке:

1. ηλικία ηλικία



Греческий слово "age«(ηλικία) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 501 - 550
Προσωπικά δεδομένα στα αγγλικά