словарь английский - греческий

English - ελληνικά

pen на греческом языке:

1. στυλό στυλό


Παρακαλώ, δώσε μου αυτό το στυλό.

Греческий слово "pen«(στυλό) встречается в наборах:

Σχολικά είδη στα αγγλικά

2. πένα πένα