словарь английский - греческий

English - ελληνικά

main на греческом языке:

1. κεντρικό


Θα έπρεπε να πάρεις τον κεντρικό δρόμο.

Греческий слово "main«(κεντρικό) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 751 - 800