словарь английский - греческий

English - ελληνικά

major на греческом языке:

1. κύριος


Ο κύριος Σμιθ είχε τρεις γιους που έγιναν μηχανικοί.

Греческий слово "major«(κύριος) встречается в наборах:

Notes 21/11/2017