словарь английский - греческий

English - ελληνικά

kettle на греческом языке:

1. βραστήρας βραστήρας



Греческий слово "kettle«(βραστήρας) встречается в наборах:

Μαγειρικά σκεύη στα αγγλικά
Οικιακές συσκευές στα αγγλικά