словарь английский - греческий

English - ελληνικά

fast на греческом языке:

1. γρήγορα γρήγορα


Έτρεξε όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα πόδια του.

Греческий слово "fast«(γρήγορα) встречается в наборах:

Χαρακτηριστικά - Features