словарь английский - греческий

English - ελληνικά

short на греческом языке:

1. κοντό κοντό


Δεν νομίζεις ότι αυτό το φόρεμα είναι πολύ κοντό;

Греческий слово "short«(κοντό) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 501 - 550