словарь английский - греческий

English - ελληνικά

factor на греческом языке:

1. παράγοντας


Η μεγάλη προσπάθεια ήταν ένας παράγοντας της επιτυχίας του.

Греческий слово "factor«(παράγοντας) встречается в наборах:

U1 Lesson 1 page 15,16,18,19