словарь английский - греческий

English - ελληνικά

employment на греческом языке:

1. εργασία εργασία


Τελείωσες τη σχολική εργασία σου;

Греческий слово "employment«(εργασία) встречается в наборах:

Notes 27/12/2017 (3)
Notes 16/02/2018

2. η απασχόληση η απασχόληση



Греческий слово "employment«(η απασχόληση) встречается в наборах:

Πάμε για δουλειά