словарь английский - греческий

English - ελληνικά

employer на греческом языке:

1. εργοδότης εργοδότης



Греческий слово "employer«(εργοδότης) встречается в наборах:

Οι 15 κύριες λέξεις επιχειρήσεων στα αγγλικά
M 3b. 41 - 3f. 14
Notes 26/06/2018 (b)
Notes 08/05/2018