словарь английский - греческий

English - ελληνικά

applicant на греческом языке:

1. υποψήφιος για θέση εργασία υποψήφιος για θέση εργασία



Греческий слово "applicant«(υποψήφιος για θέση εργασία) встречается в наборах:

M 3.1 - 3.22