словарь английский - греческий

English - ελληνικά

access на греческом языке:

1. πρόσβαση πρόσβαση



Греческий слово "access«(πρόσβαση) встречается в наборах:

Λογισμικά και λειτουργικά συστήματα - Software and...
Οι 15 κύριοι όροι για τους υπολογιστές στα αγγλικά