словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

lesen на греческом языке:

1. διάβασμα διάβασμα


To διάβασμα έχει γίνει το πάθος μου από τα παιδικά μου χρόνια.

Греческий слово "lesen«(διάβασμα) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα γερμανικά