словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

lernen на греческом языке:

1. μελέτη μελέτη



Греческий слово "lernen«(μελέτη) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα γερμανικά