словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

kochen на греческом языке:

1. μαγειρική μαγειρική



Греческий слово "kochen«(μαγειρική) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα γερμανικά