словарь вьетнамский - греческий

Tiếng Việt - ελληνικά

ngón tay на греческом языке:

1. δάχτυλο δάχτυλο


Το μεσαίο δάχτυλο είναι το μακρύτερο.

Греческий слово "ngón tay«(δάχτυλο) встречается в наборах:

Μέρη του σώματος στα βιετναμέζικα