словарь турецкий - греческий

Türkçe - ελληνικά

kendine güvenen на греческом языке:

1. σίγουρος σίγουρος


Δεν είμαι σίγουρος πώς να προσφέρω αυτή τη λέξη.

Греческий слово "kendine güvenen«(σίγουρος) встречается в наборах:

Επίθετα προσωπικότητας στα τουρκικά