словарь турецкий - греческий

Türkçe - ελληνικά

fırın на греческом языке:

1. φούρνος φούρνος



Греческий слово "fırın«(φούρνος) встречается в наборах:

Οικιακές συσκευές στα τουρκικά
Έπιπλα στα τουρκικά

2. αρτοποιείο αρτοποιείο



Греческий слово "fırın«(αρτοποιείο) встречается в наборах:

Καταστήματα στα τουρκικά