словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

piękny на греческом языке:

1. ωραίος ωραίος



2. καλός καλός


Αυτός φαίνεται καλός άνθρωπος.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.

3. όμορφος όμορφος



4. όμορφο όμορφο