словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

mały на греческом языке:

1. μικρό μικρό


Ένα μικρό βήμα για ένα άνθρωπο, ένα βήμα γίγαντα για την ανθρωπότητα.

Греческий слово "mały«(μικρό) встречается в наборах:

ludzie - grecki-polski