словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

nieszczęśliwy на греческом языке:

1. άτυχος άτυχος



2. δυστυχής δυστυχής


Παρ'όλο το πλούτος και φήμη του, είναι δυστυχής.

3. δυστυχισμένος δυστυχισμένος