словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

zestresowany на греческом языке:

1. τόνισε τόνισε



Греческий слово "zestresowany«(τόνισε) встречается в наборах:

cechy charakteru

2. στρεσαρισμένος


είναι στρεσαρισμένος