словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

kuchenka на греческом языке:

1. κουζίνα κουζίνα


Η Πάουλα πρέπει να βοηθήσει τον πατέρα της στην κουζίνα.

Греческий слово "kuchenka«(κουζίνα) встречается в наборах:

tradycyjna konwersacja