словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

inny на греческом языке:

1. άλλος άλλος


Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...

Греческий слово "inny«(άλλος) встречается в наборах:

Słownictwo (starogreka)