словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

przed на греческом языке:

1. πριν πριν


Αλήθεια; Το είχα κλειδώσει πριν βγω έξω.
Φτάσανε εκεί πριν την αυγή.

Греческий слово "przed«(πριν) встречается в наборах:

słówka greckie 1