словарь нидерландский - греческий

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

deksel на греческом языке:

1. καπάκι καπάκι



Греческий слово "deksel«(καπάκι) встречается в наборах:

Μαγειρικά σκεύη στα ολλανδικά

2. εξώφυλλο εξώφυλλο



Греческий слово "deksel«(εξώφυλλο) встречается в наборах:

Μέρη του βιβλίου στα ολλανδικά