словарь испанский - греческий

español - ελληνικά

dibujar на греческом языке:

1. ζωγραφική ζωγραφική



Греческий слово "dibujar«(ζωγραφική) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα ισπανικά