словарь английский - греческий

English - ελληνικά

week на греческом языке:

1. εβδομάδα


Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε την περασμένη εβδομάδα.

Греческий слово "week«(εβδομάδα) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 351 - 400
Χρόνος - Time