словарь английский - греческий

English - ελληνικά

train на греческом языке:

1. τρένο τρένο



Греческий слово "train«(τρένο) встречается в наборах:

Χρήσιμα Ουσιαστικά - Useful nouns
Μέσα μεταφοράς στα αγγλικά
Τρένο - Train
Τρένο - Train
Companion 5e