словарь английский - греческий

English - ελληνικά

researcher на греческом языке:

1. επιστημονικός ερευνητής επιστημονικός ερευνητής



Греческий слово "researcher«(επιστημονικός ερευνητής) встречается в наборах:

M 7a. 60 - 7b. 18

2. ερευνητής ερευνητής