словарь английский - греческий

English - ελληνικά

mammal на греческом языке:

1. θηλαστικό ζώο θηλαστικό ζώο



Греческий слово "mammal«(θηλαστικό ζώο) встречается в наборах:

Ζώα στα αγγλικά

2. θηλαστικό θηλαστικό